-
1 kıyı
όχθη, (sahil) ακτή, ακρογιάλι, (plaj) παραλία -
2 берег
-
3 Bank
subs.Of a river: P. and V. ὄχθη, ἡ (Xen.).Bank of earth: P. and V. χῶμα, τό, P. χοῦς, ὁ.They arrive at the banks of the Erineus: P. ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἐρινεόν (Thuc. 7, 82).The Syracusans lining the other bank of the river: P. εἰς τὰ ἐπὶ θάτερα τοῦ ποταμοῦ παραστάντες οἱ Συρακόσιοι (Thuc. 7, 84).Place to deposit money: P. τράπεζα, ἡ. For references to banking, see Dem. 1236 et seqq.Having one bank of oars, adj.: P. μονόκροτος (Xen.).Having two banks of oars: P. δίκροτος (Xen.).A ship with three banks of oars: Ar. and P. τριήρης, ἡ.——————v. trans.Bank up: P. προσχωννύναι, προσχοῦν, P. and V. χοῦν.Banked up with earth: V. χωστός.Piling up the banked clouds: V. συντιθεὶς πυκνὸν νέφος (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bank
-
4 берег
η ακτ/ή, η παραλία, (суша) η στεριά, (реки) η όχθη·морской - η ακτή, η ακρογιαλιάτο ακρογιάλι, ο γιαλός, противоположный - αντίθετη/απέναντι -, αντικρυνή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > берег
-
5 укреплять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укреплять
-
6 яр
1. (крутой берег) η απόκρημνη όχθη 2. (овраг) η χαράδρα, το φαράγγι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > яр
-
7 отлогий
отлог||ийприл κεκλιμένος, κατηφορικός, κατωφερής:\отлогий берег ἡ κατωφερής ἀκτή (моря)/ ἡ κατωφερής ὀχθη (реки). -
8 противоположностьый
противоположность||ыйприл1. (противолежащий) ἀντικρυνός, ἀντίθετος, ἀντιμέτωπος:\противоположностьыйый берег ἡ ἀντικρυνή ὅχθη·2. (несходный) ἀντίθετος, ἀνόμοιος:у меня \противоположностьыйое мнение ἔχω ἀντίθετη γνώμη. -
9 река
рек||аж ὁ ποταμός, τό ποτάμι:приток \рекай ὁ παραπόταμος· судоходная \река ὁ πλωτός (или ὁ πλάΐμος) ποταμός· вверх по \рекае́ ἀντίθετα πράς τό ρεδμα, ἀναπό-ταμα· вниз по \рекае́ (σύμφωνα) μέ τό ρεύμα, κατώρεμα· берег \рекай ἡ ὅχθη τοῦ ποταμοδ, ἡ ἀκροποταμιά· ◊ литься \рекао́й (о слезах, крови) χύνομαι ποτάμι. -
10 тот
тот(та, то) мест.1. ἐκείνος (εκείνη, ἐκεΐνο):\тот дом ἐκεϊνο τό σπίτι· и \тот раз ἐκείνη τή φορά· \тот же самый ὁ ἰδιος· \тот и другой κι ὁ ἕνας κι· ὁ ἄλλος· \тот уехал, а этот остался ἐκεΐνος Εφυγε κι αὐτός ἔμεινε· с того дня ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τότε· спрошу у того́, кто знает θά ρωτήσω ἐκείνον πού ξέρει· в те же дни ἐκεΐνες τίς μέρες· то было вчера, а э́то сегодня ἄλλο χθες κι ἄλλο σήμερα·2. (не этот, другой) ἄλλος (ἄλλη, ἄλλο):на том берегу́ στήν ἄλλη ὅχθή· по ту сторону ἀπ· τό ἄλλο μέρος· ◊ ни то ни се τίποτα τό ξεκάθαρο· тем самым καί ἔτσι, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο· тем более, что... πολύ περισσότερο πού...· тем лу́чше (ху́же) τόσο τό καλλίτερο (τό χειρότερο)· тем не менее ὅμως, ἐν τούτοις, καί ὅμως· до того, что (до такой степени) σέ τέτοιο βαθμό πού, σέ τέτοιο σημείο πού· после того, как... бо-τερα ἀπό...· перед тем... πρίν ἀπό...· между тем, тем временем ἐν τῶ μεταξύ, στό μεταξύ· кроме того́ ἐκτος αὐτοῦ, ἐκτος ἀπ· αὐτό· к тому́ же καί ἐπιπλέον, κοντά στ' ἄλλο, προσέτι· как бы то ни́ было ἔτσι ἡ ἀλλιως, ὅπως καί νά εἶναι· ни с того ни с сего στά καλα καθούμενα· и тому подобное καί τά λοιπά· много лет тому́ назад πρίν ἀπό πολλά χρόνια, πρό πολλών ἐτών того и гляди δέν ἀποκλείεται καθόλου..., ἀπό στιγμή σέ στιγμή μπορεί ·· поговорить о том, о сем μιλᾶ-με γιά διάφορα πράγματα. -
11 яр
ярм1. (крутой берег) ἡ ἀπόκρημνη ὅχθη·2. (глубокий овраг) ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
12 bank
I 1. [bæŋk] noun1) (a mound or ridge (of earth etc): The child climbed the bank to pick flowers.) πλαγιά2) (the ground at the edge of a river, lake etc: The river overflowed its banks.) όχθη3) (a raised area of sand under the sea: a sand-bank.) ξέρα2. verb1) ((often with up) to form into a bank or banks: The earth was banked up against the wall of the house.) στιβάζω2) (to tilt (an aircraft etc) while turning: The plane banked steeply.) γέρνωII 1. [bæŋk] noun1) (a place where money is lent or exchanged, or put for safety and/or to acquire interest: He has plenty of money in the bank; I must go to the bank today.) τράπεζα2) (a place for storing other valuable material: A blood bank.) τράπεζα2. verb(to put into a bank: He banks his wages every week.) καταθέτω- banker- bank book
- banker's card
- bank holiday
- bank-note
- bank on III [bæŋk] noun(a collection of rows (of instruments etc): The modern pilot has banks of instruments.) σειρά -
13 riverside
noun (the ground along or near the side of a river: He has a bungalow on the riverside.) όχθη του ποταμού -
14 shore
[ʃo:](land bordering on the sea or on any large area of water: a walk along the shore; When the ship reached Gibraltar the passengers were allowed on shore.) ακτή,όχθη λίμνης -
15 берег
-а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а α.1. ακτή, ακρογιάλι, γιαλός, αιγιαλός•крутой απόκρημνη ακτή.
2. στεριά.3. όχθη ποταμού, λίμνης. -
16 докинуть
ρ.σ. ρίχνω, πετώ ως•докинуть камень до противоположного берега реки πετώ την πέτρα ως την αντίπερα όχθη του ποταμού.
-
17 доплыть
-плыву, -плывёшь, παρλθ. χρ. доплыл, -ла, -лоρ.σ.πλέω ως• κολυμπώ ως•до берега реки πλέω ως την όχθη του ποταμού.
|| μτφ. διαδίδομαι ως•чей-то голос -ил до нас η φωνή κάποιου έφτασε ως εμάς.
-
18 другой
1. αντων. άλλος, έτερος•и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•
приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•
он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•
и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•
тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•
кто-то другой κάποιος άλλος•
никто другой κανένας άλλος•
с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•
-ими словами μ' άλλα λόγια.
2. διάφορος, διαφορετικός•после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•
зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.
|| αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•
πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.
3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•
на -день την άλλη μέρα•
один за -им ο ένας μετά τον άλλον.
|| κάποιος, άλλος•-ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,
εκφρ.смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια. -
19 заберег
-а α. (διαλκ.) όχθη ποταμού ή λίμνης ξεπαγωμένη. || παρόχθια λωρίδα πάγου. -
20 закраина
-ы θ.1. άκρη, άκρο• παρυφή•тучи с белыми -ами σύννεφα με άσπρες άκρες.
2. πάγος στην άκρη όχθης, ακτής.3. άκρες αποσπασμένου πάγου από την όχθη.
См. также в других словарях:
ὄχθη — any height fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀχθέω to be sorely angered pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀχθέω to be sorely angered imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθῃ — ὄχθη any height fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… … Dictionary of Greek
όχθη — η 1. ακτή λίμνης ή ποταμού. 2. ακτή θάλασσας, ακροθαλασσιά, παραλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄχθαι — ὄχθη any height fem nom/voc pl ὄχθᾱͅ , ὄχθη any height fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθῶν — ὄχθη any height fem gen pl ὀχθέω to be sorely angered pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθαις — ὄχθη any height fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθαισι — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθαισιν — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθην — ὄχθη any height fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθης — ὄχθη any height fem gen sg (attic epic ionic) ὀχθέω to be sorely angered imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)